ακρούμαστος

ακρούμαστος
(και ακούρμαστος), -η, -ο
αυτός που δεν ακούει, ο απειθάρχητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρουμάζομαι
η στερητική σημασία τού αρκτικού -α- οφείλεται στον αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”